ὁμοθυμία

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Einmütigkeit, Eintracht (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθυμία: ἡ, ὁμόνοια, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

η ομόθυμος
ομοψυχία, ομογνωμοσύνη.