ὁμοθυμία

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Einmütigkeit, Eintracht (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθυμία: ἡ, ὁμόνοια, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

η ομόθυμος
ομοψυχία, ομογνωμοσύνη.