Ὀλυμπιονίκας

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

English (Slater)

Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)
   a of an Olympic victor Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) (O. 4.8) τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88)
   b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; (O. 6.4) Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα (O. 10.1) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται (O. 11.7) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)