ὑδρολογεῖον
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
ὑδρολόγιον, τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῖον Μ
χρονόμετρο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -λόγιον].