Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
[Seite 1176] = Vorigem, Chariton.
c. ὑλακτέω.
ΜΑ
ὑλάσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< ὑλά-κ-jω) είναι παρλλ. τ. του ὑλάω, -ῶ, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ- (για τον σχηματισμό του ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)].