ὑπερβήῃ
From LSJ
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
English (LSJ)
v. ὑπερβαίνω A. 1.2.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de ὑπερβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβήῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβήῃ: ἴδε ὑπερβαίνω.
English (Autenrieth)
see ὑπερβαίνω.
Greek Monotonic
ὑπερβήῃ: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ὑπερβαίνω.