ὑπερβήῃ
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
English (LSJ)
v. ὑπερβαίνω A. 1.2.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de ὑπερβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβήῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβήῃ: ἴδε ὑπερβαίνω.
English (Autenrieth)
see ὑπερβαίνω.
Greek Monotonic
ὑπερβήῃ: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ὑπερβαίνω.