ὑπερινάω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
purge violently, Hp. as cited by Erot. (cf. ὑπέρινος), Poll.4.179 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερῐνάω: κενόω ἰσχυρῶς διὰ καθάρσεως, Ἱππ., ὡς μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. (πρβλ. ὑπέρινος), Πολυδ. Δ΄, 179.