ὑπερούριος
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ὑπερούριον, Ion. and poet. for ὑπερόριος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1200] ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερούριος: и 3 ион. = ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούριος: -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ ὑπερόριος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. ιων. τ.) βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερούριος: -ον, Ιων. και ποιητ. αντί ὑπερόριος.