ὑποδέγμενος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 poét. de ὑποδέχομαι.
English (Autenrieth)
see ὑποδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέγμενος: эп. part. aor. pass. к ὑποδέχομαι.
part. ao.2 poét. de ὑποδέχομαι.
see ὑποδέχομαι.
ὑποδέγμενος: эп. part. aor. pass. к ὑποδέχομαι.