ὑριατόμος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν, Id.; cf. ὕρον.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕρον «σμήνος» (μέσω ενός αμάρτυρου ὑρία) + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].
German (Pape)
[ᾱ], den Bienenstock beschneidend, der Zeidler, Hesych.