ὡρακίζω

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱκίζω Medium diacritics: ὡρακίζω Low diacritics: ωρακίζω Capitals: ΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: hōrakízō Transliteration B: hōrakizō Transliteration C: orakizo Beta Code: w(raki/zw

English (LSJ)

ὡρακιάω, faint, swoon away, EM823.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· ἴσως ἕνεκα ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.

German (Pape)

[Seite 1414] = ὡρακιάω, Suid.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὡρακιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ὡρακιῶ].