ῥοπαλοφόρος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπᾰλοφόρος Medium diacritics: ῥοπαλοφόρος Low diacritics: ροπαλοφόρος Capitals: ΡΟΠΑΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: rhopalophóros Transliteration B: rhopalophoros Transliteration C: ropaloforos Beta Code: r(opalofo/ros

English (LSJ)

ῥοπαλοφόρον, club-bearing, of Heracles, Eust.1699.31.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπᾰλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥόπαλον, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐστάθιος 1699, 31.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥοπαλοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ροπαλοφόρος Ν
αυτός που κρατά ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + -φόρος].