ἐπισηκρητεύω
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
(Lat. secretum) perform secretarial duties as well, Lyd.Mag.3.27.
Greek Monolingual
ἐπισηκρητεύω (Α)
εκτελώ επιπλέον τα καθήκοντα του σηκρηταρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σηκρητεύω (< λατ. secretus «μυστικός, απόρρητος»)].