ἀντιδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(big3_5)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[pulgar]] Aq.<i>Ex</i>.29.20.<br /><b class="num">2</b> métr. [[anapesto]] [[ἀνάπαιστος]] δέ, ὃν καὶ καλοῦσι τινὲς ἀντιδάκτυλον Choerob.<i>in Heph</i>.p.215, cf. Mar.Vict.6.45, Diom.1.478.28.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[pulgar]] Aq.<i>Ex</i>.29.20.<br /><b class="num">2</b> métr. [[anapesto]] [[ἀνάπαιστος]] δέ, ὃν καὶ καλοῦσι τινὲς ἀντιδάκτυλον Choerob.<i>in Heph</i>.p.215, cf. Mar.Vict.6.45, Diom.1.478.28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδάκτυλος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το χοντρό [[δάχτυλο]] του χεριού, ο [[αντίχειρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεστραμμένος]] [[δάκτυλος]], ο [[ανάπαιστος]] (υυ-).
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδάκτῠλος Medium diacritics: ἀντιδάκτυλος Low diacritics: αντιδάκτυλος Capitals: ΑΝΤΙΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: antidáktylos Transliteration B: antidaktylos Transliteration C: antidaktylos Beta Code: a)ntida/ktulos

English (LSJ)

ὁ,

   A thumb, Aq.Ex.29.20.    II in Metric, dactyl reversed, anapaest, Diom.1.478K., Choerob.in Heph.p.215C.

German (Pape)

[Seite 250] ὁ, umgekehrter Daktylus, d. i. Anapäst, Schol. Steph. p. 159 Gaisf.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδάκτῠλος: ὁ, ὁ ἀντίχειρ, Ἀκύλας Π. Διαθ. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετρικοῖς, ἀνεστραμμένος δάκτυλος, ἤτοι ἀνάπαιστος (υ υ -).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 pulgar Aq.Ex.29.20.
2 métr. anapesto ἀνάπαιστος δέ, ὃν καὶ καλοῦσι τινὲς ἀντιδάκτυλον Choerob.in Heph.p.215, cf. Mar.Vict.6.45, Diom.1.478.28.

Greek Monolingual

ἀντιδάκτυλος, ο (AM)
μσν.
το χοντρό δάχτυλο του χεριού, ο αντίχειρας
αρχ.
ο ανεστραμμένος δάκτυλος, ο ανάπαιστος (υυ-).