ασβεστόφιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ο
βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -phile < -φιλος < φίλος). Στην ξένη επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος calcicole (γαλλ.-αγγλ.) < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -cole < λατ. -cola «κάτοικος»].