ἀριστοτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ας Synes.<i>Hymn</i>.8.53<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[el mejor artífice]] de Zeus ἀριστότεχνα πάτερ Pi.<i>Fr</i>.57, de Dios ὅπως πρέπον αὐτὸ (τὸ σῶμα) ... ὁ ἀ. ἐδημιούργησεν Basil.M.31.216C, cf. Ast.Am.1.7.4, τὸν ἀριστοτέχναν νόον el espíritu creador más sublime</i> Synes.l.c.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ας Synes.<i>Hymn</i>.8.53<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[el mejor artífice]] de Zeus ἀριστότεχνα πάτερ Pi.<i>Fr</i>.57, de Dios ὅπως πρέπον αὐτὸ (τὸ σῶμα) ... ὁ ἀ. ἐδημιούργησεν Basil.M.31.216C, cf. Ast.Am.1.7.4, τὸν ἀριστοτέχναν νόον el espíritu creador más sublime</i> Synes.l.c.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀριστοτέχνης]], ο, θηλ. -τέχνις, η)<br />ο [[άριστος]] [[τεχνίτης]], ο [[καλύτερος]] από τους τεχνίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοτέχνης Medium diacritics: ἀριστοτέχνης Low diacritics: αριστοτέχνης Capitals: ΑΡΙΣΤΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: aristotéchnēs Transliteration B: aristotechnēs Transliteration C: aristotechnis Beta Code: a)ristote/xnhs

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀριστο-τέχνας, ου, ὁ,

   A best of artificers, of Zeus, Pi.Fr.57, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 353] ὁ, der beste Künstler, Pind. frg. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοτέχνης: -ου, ὁ, ἄριστος τεχνίτης, ἐπὶ τοῦ Διός, Πινδ. Ἀποσπ. 29. ― Ἐντεῦθεν, -τεχνία, ἡ, ἔξοχος τεχνουργία, τέχνη, ἐργασία, Βυζ

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -ας Synes.Hymn.8.53

• Prosodia: [ᾰ-]
el mejor artífice de Zeus ἀριστότεχνα πάτερ Pi.Fr.57, de Dios ὅπως πρέπον αὐτὸ (τὸ σῶμα) ... ὁ ἀ. ἐδημιούργησεν Basil.M.31.216C, cf. Ast.Am.1.7.4, τὸν ἀριστοτέχναν νόον el espíritu creador más sublime Synes.l.c.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστοτέχνης, ο, θηλ. -τέχνις, η)
ο άριστος τεχνίτης, ο καλύτερος από τους τεχνίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -τέχνης < τέχνη.