ἀρεστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[propiciatorio]] θυσίαι D.H.1.67.
|dgtxt=-α, -ον [[propiciatorio]] θυσίαι D.H.1.67.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρεστήριος]], -α, -ον (Α)<br />ο [[ικετευτικός]] («ἀρεστήριοι θυσίαι» — θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρεστήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρεστήριος Medium diacritics: ἀρεστήριος Low diacritics: αρεστήριος Capitals: ΑΡΕΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: arestḗrios Transliteration B: arestērios Transliteration C: arestirios Beta Code: a)resth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A propitiatory, θυσίαι D.H.1.67:—hence ἀρεστηρία (sc. θυσία), ἡ, SIG2587.223, and ἀρεστ-ήριον, τό, IG2.198c18 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 349] versöhnend, θυσίαι, Sühnopfer, Sp., wie Dion. Hal. 1, 67 l. d.

Spanish (DGE)

-α, -ον propiciatorio θυσίαι D.H.1.67.

Greek Monolingual

ἀρεστήριος, -α, -ον (Α)
ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» — θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω].