αλυσοδένω: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:22, 29 September 2017
Greek Monolingual
1. (και μτφ.) δεσμεύω, δένω με αλυσίδες
2. βάζω στα δεσμά, φυλακίζω
3. (μετοχή παθητικού παρακειμένου) αλυσοδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δένω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσόδεμα, αλυσοδεμένος, αλυσοδέσιμο, αλυσόδετος].