ἀρρυσίαστος: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀρρῡσίαστος) -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[no tomado como rehén]] ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio</i> A.<i>Supp</i>.610.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que no se puede tomar como fianza]] πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ [[ἄλλου]] παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch. | |dgtxt=(ἀρρῡσίαστος) -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[no tomado como rehén]] ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio</i> A.<i>Supp</i>.610.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que no se puede tomar como fianza]] πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ [[ἄλλου]] παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρυσίαστος]], -ον (Α) [[ρυσιάζω]]<br />αυτός που δεν έχει ή [[είναι]] αδύνατον να αιχμαλωτιστεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρῡσίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non pris comme butin.
Étymologie: ἀ, ῥυσιάζω.
Spanish (DGE)
(ἀρρῡσίαστος) -ον
1 de pers. no tomado como rehén ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio A.Supp.610.
2 de abstr. que no se puede tomar como fianza πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ ἄλλου παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀρρυσίαστος, -ον (Α) ρυσιάζω
αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί.