ἀκηρυκτεί: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans héraut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκήρυκτος]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans héraut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκήρυκτος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀκήρυκτος]]<br />[[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] κηρύκων, [[χωρίς]] επίσημη [[προαγγελία]], ακήρυκτα.
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηρυκτεί Medium diacritics: ἀκηρυκτεί Low diacritics: ακηρυκτεί Capitals: ΑΚΗΡΥΚΤΕΙ
Transliteration A: akērykteí Transliteration B: akēryktei Transliteration C: akiryktei Beta Code: a)khruktei/

English (LSJ)

and ἀκηρ-υκτί, Adv.

   A without flag of truce, ἐπιμείγνυσθαι Th. 2.1; πολεμεῖν D.C.50.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηρυκτεί: καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ ἄνευ κήρυκος ἐν πολέμῳ ἐπιμιξία, Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, ἄνευ παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans héraut.
Étymologie: ἀκήρυκτος.

Greek Monolingual

ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) ἀκήρυκτος
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα.