ἀνέλευσις: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[subida]] hacia Dios εὔλυτον ὁδὸν εἰς ἀνέλευσιν Procl.<i>Phil.Chal</i>.2<br /><b class="num">•</b>[[ascensión]] τὴν ἀ. τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν Iust.Phil.<i>Apol</i>.26.1. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[subida]] hacia Dios εὔλυτον ὁδὸν εἰς ἀνέλευσιν Procl.<i>Phil.Chal</i>.2<br /><b class="num">•</b>[[ascensión]] τὴν ἀ. τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν Iust.Phil.<i>Apol</i>.26.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνέλευσις]], η (AM)<br />η εκ νέου [[άνοδος]] του Χριστού στον ουρανό, η [[ανάληψη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, das Hinauf-, Zurückgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλευσις: -εως, ἡ, (ἀνέρχομαι) ἡ ἄνοδος, ἀνάληψις, «μετὰ τὴν ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανὸν» Ἰουστῖν. Μάρτ. Ἀπολ. 1, 38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
subida hacia Dios εὔλυτον ὁδὸν εἰς ἀνέλευσιν Procl.Phil.Chal.2
•ascensión τὴν ἀ. τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν Iust.Phil.Apol.26.1.
Greek Monolingual
ἀνέλευσις, η (AM)
η εκ νέου άνοδος του Χριστού στον ουρανό, η ανάληψη.