ἀνέλευσις
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, das Hinauf-, Zurückgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλευσις: -εως, ἡ, (ἀνέρχομαι) ἡ ἄνοδος, ἀνάληψις, «μετὰ τὴν ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανὸν» Ἰουστῖν. Μάρτ. Ἀπολ. 1, 38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
subida hacia Dios εὔλυτον ὁδὸν εἰς ἀνέλευσιν Procl.Phil.Chal.2
•ascensión τὴν ἀ. τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν Iust.Phil.Apol.26.1.
Greek Monolingual
ἀνέλευσις, η (AM)
η εκ νέου άνοδος του Χριστού στον ουρανό, η ανάληψη.