βαρυντικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que produce pesadez]], [[entorpecedor]] neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.<i>Cael</i>.310<sup>a</sup>33.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que usa la baritonesis]] de los eolios <i>EM</i> 548.19, 752.13G., <i>AB</i> 663.21, <i>An.Ox</i>.4.340.8, <i>Et.Gud</i>.581.9S.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que produce pesadez]], [[entorpecedor]] neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.<i>Cael</i>.310<sup>a</sup>33.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que usa la baritonesis]] de los eolios <i>EM</i> 548.19, 752.13G., <i>AB</i> 663.21, <i>An.Ox</i>.4.340.8, <i>Et.Gud</i>.581.9S.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαρυντικός]], -ή, -όν (Α) [[βαρύνω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έλκει [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την [[τάση]] να μην τονίζουν στη [[λήγουσα]] [[αλλά]] ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρυντικός Medium diacritics: βαρυντικός Low diacritics: βαρυντικός Capitals: ΒΑΡΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: baryntikós Transliteration B: baryntikos Transliteration C: varyntikos Beta Code: baruntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A weighing down, Arist.Cael.310a32.    II retracting the accent, Αἰολεῖς EM548.19, AB663.

German (Pape)

[Seite 434] beschwerlich machend, Arist, Coel. 4, 3. Bei den Gramm. heißen so die Aeoler, die die Barytona lieben.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυντικός: -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que produce pesadez, entorpecedor neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.Cael.310a33.
2 gram. que usa la baritonesis de los eolios EM 548.19, 752.13G., AB 663.21, An.Ox.4.340.8, Et.Gud.581.9S.

Greek Monolingual

βαρυντικός, -ή, -όν (Α) βαρύνω
1. εκείνος που έλκει κάτι προς τα κάτω
2. φρ. «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την τάση να μην τονίζουν στη λήγουσα αλλά ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.