βρομιάς: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(SL_1)
(7)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[βρομιάς]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
|sltr=[[βρομιάς]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[βρομιάς]], η (Α)<br /><b>1.</b> θηλ. του επιθ. [[βρόμιος]] (II) <br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] μεγάλου ποτηριού.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρομιάς Medium diacritics: βρομιάς Low diacritics: βρομιάς Capitals: ΒΡΟΜΙΑΣ
Transliteration A: bromiás Transliteration B: bromias Transliteration C: vromias Beta Code: bromia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. of sq. 11,

   A θοίνα Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 i 11; πηγή Antiph. 52.12.    II large cup, Ath.11.784d.

German (Pape)

[Seite 464] άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.

Greek (Liddell-Scott)

βρομιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 12· ― μέγα ποτήριον, Ἀθην. 784D.

English (Slater)

βρομιάς f. adj.,
   1 of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.

Greek Monolingual

βρομιάς, η (Α)
1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II)
2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.