βρομιάς: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(SL_1) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[βρομιάς]] f. adj., <br /> <b>1</b> of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11. | |sltr=[[βρομιάς]] f. adj., <br /> <b>1</b> of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρομιάς]], η (Α)<br /><b>1.</b> θηλ. του επιθ. [[βρόμιος]] (II) <br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] μεγάλου ποτηριού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of sq. 11,
A θοίνα Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 i 11; πηγή Antiph. 52.12. II large cup, Ath.11.784d.
German (Pape)
[Seite 464] άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.
Greek (Liddell-Scott)
βρομιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 12· ― μέγα ποτήριον, Ἀθην. 784D.
English (Slater)
βρομιάς f. adj.,
1 of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.
Greek Monolingual
βρομιάς, η (Α)
1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II)
2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.