Βακχεῖον: Difference between revisions
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
(6_22) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Βακχεῖον''': τό, ὁ ναὸς τοῦ Βάκχου, Ἀριστοφ. Λυσ. 1. ΙΙ. βακχικὴ [[μανία]], Εὐρ. Φοιν. 21· - κατὰ πληθ., βακχικὰ [[ὄργια]], Ἀριστοφ. Βατρ. 357· [[ὡσαύτως]], Βάκχια Εὐρ. Βάκχ. 126 ([[ἔνθα]] ἴδε Δινδ.). | |lstext='''Βακχεῖον''': τό, ὁ ναὸς τοῦ Βάκχου, Ἀριστοφ. Λυσ. 1. ΙΙ. βακχικὴ [[μανία]], Εὐρ. Φοιν. 21· - κατὰ πληθ., βακχικὰ [[ὄργια]], Ἀριστοφ. Βατρ. 357· [[ὡσαύτως]], Βάκχια Εὐρ. Βάκχ. 126 ([[ἔνθα]] ἴδε Δινδ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Βακχεῑον, το (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ναός]] του Βάκχου<br /><b>2.</b> η βακχική [[μανία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>Βακχεῑα</i> και <i>Βάκχια</i>, <i>τα</i><br />τα βακχικά όργια. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A Bacchic revelry, Ar.Lys.I: pl., Id.Ra.357; Βάκχια, dub. l. in E.Ba.126. 2 congregation of Bacchic worshippers, IG7.107 (Megara, ii A. D.), Archivesdes Missions1876.150 (Perinthus). b = τελεστήριον, νάρθηξ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχεῖον: τό, ὁ ναὸς τοῦ Βάκχου, Ἀριστοφ. Λυσ. 1. ΙΙ. βακχικὴ μανία, Εὐρ. Φοιν. 21· - κατὰ πληθ., βακχικὰ ὄργια, Ἀριστοφ. Βατρ. 357· ὡσαύτως, Βάκχια Εὐρ. Βάκχ. 126 (ἔνθα ἴδε Δινδ.).
Greek Monolingual
Βακχεῑον, το (Α)
1. ο ναός του Βάκχου
2. η βακχική μανία
3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τα
τα βακχικά όργια.