βομβυλιός: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βομβῠλιός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βομβύλιος Arist.<i>HA</i> 623<sup>b</sup>12, 629<sup>a</sup>29, Poll.10.68; βομβύλιον, -ου, τό Hp.<i>Morb</i>.3.16, Hp. en Gal.19.89, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.107<br /><b class="num">I</b> zool.<br /><b class="num">1</b> entom. gener. [[insecto que emite un zumbido]] esp. [[abejorro]] ὥσπερ μέλιττ' ἢ β. Ar.<i>V</i>.107, cf. Isoc.10.12, Arist.ll.cc., Sch.A.R.2.569, Phot.β 206<br /><b class="num">•</b>[[moscardón]] μέλισσα μεγάλη ἢ μυῖα Hsch., como tít. de una comedia de Antífanes, Ath.125f, 161e, pero cf. [[Βομβυκιός]].<br /><b class="num">2</b> entom. [[crisálida del gusano de seda]] Arist.<i>HA</i> 551<sup>b</sup>12 (cód., pero cf. [[βομβυλίς]]), Clem.Al.l.c.<br /><b class="num">3</b> ict., un tipo de [[cefalópodo]] Gal.l.c. s.u. βολβιτία.<br /><b class="num">II</b> [[recipiente de cuello estrecho que borbotea al verter el líquido]], Hp.ll.cc., Antisth.64, <i>IG</i> 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), Sch.A.R.2.569, Luc.<i>Lex</i>.7, Poll.6.98, 10.68, Hsch.β 802, cf. [[βομβύλη]]<br /><b class="num">•</b>[[recipiente para aceite]], [[aceitera]] Phot.β 206. | |dgtxt=(βομβῠλιός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βομβύλιος Arist.<i>HA</i> 623<sup>b</sup>12, 629<sup>a</sup>29, Poll.10.68; βομβύλιον, -ου, τό Hp.<i>Morb</i>.3.16, Hp. en Gal.19.89, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.107<br /><b class="num">I</b> zool.<br /><b class="num">1</b> entom. gener. [[insecto que emite un zumbido]] esp. [[abejorro]] ὥσπερ μέλιττ' ἢ β. Ar.<i>V</i>.107, cf. Isoc.10.12, Arist.ll.cc., Sch.A.R.2.569, Phot.β 206<br /><b class="num">•</b>[[moscardón]] μέλισσα μεγάλη ἢ μυῖα Hsch., como tít. de una comedia de Antífanes, Ath.125f, 161e, pero cf. [[Βομβυκιός]].<br /><b class="num">2</b> entom. [[crisálida del gusano de seda]] Arist.<i>HA</i> 551<sup>b</sup>12 (cód., pero cf. [[βομβυλίς]]), Clem.Al.l.c.<br /><b class="num">3</b> ict., un tipo de [[cefalópodo]] Gal.l.c. s.u. βολβιτία.<br /><b class="num">II</b> [[recipiente de cuello estrecho que borbotea al verter el líquido]], Hp.ll.cc., Antisth.64, <i>IG</i> 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), Sch.A.R.2.569, Luc.<i>Lex</i>.7, Poll.6.98, 10.68, Hsch.β 802, cf. [[βομβύλη]]<br /><b class="num">•</b>[[recipiente para aceite]], [[aceitera]] Phot.β 206. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[βομβυλιός]] και [[βομβύλιος]])<br />[[γένος]] Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βόμβυξ]], η [[χρυσαλλίδα]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>2.</b> στενόλαιμο [[αγγείο]] από το οποίο το [[υγρό]] βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βομβυλιός]] με τη σημ. «αγριομέλισσα» [[καθώς]] και με την αρχ. σημ. 2 σχηματίστηκε με [[βάση]] τη λ. [[βόμβος]] και [[επίθημα]] -<i>υλ</i>, -ενώ με την αρχ. σημ. 1 <span style="color: red;"><</span> [[βόμβυξ]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
or βομβῠλι-ύλιος, ὁ,
A buzzing insect: humble-bee, Ar.V.107, Isoc.10.12, Arist.HA623b12, 629a29; gnat, mosquito, Hsch. 2 cocoon of the silk-worm (v.l. βομβυλίς), Arist.HA551b12. II narrow-necked vessel that gurgles in pouring, Hp.Morb.3.16, IG11(2).154A68 (Delos, iii B. C.), Socr. ap. Ath. 11.784d, Luc.Lex.7. (On the accent v. Hdn. Gr.1.116, al.)
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, 1) ein summendes Insekt, Hummel, Ar. Vesp. 107; Arist. H. A. 9, 40; sprichw. βομβυλιοὺς ἐπαινεῖν Isocr. 10, 12. – 2) = βομβύλη 2), Ath. XI, 784 c; B. A. 220; Luc. Lex. 7.
Greek (Liddell-Scott)
βομβῠλιός: ἢ -ύλιος, ὁ, ἔντομον βομβοῦν, μέλισσα, Ἀριστοφ. Σφηξ. 107, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 2 καὶ 43, 1· κώνωψ, Ἡσύχ. 2) τὸ ἔμβρυον ἢ ἡ χρυσαλλὶς τοῦ μεταξοσκώληκος (διάφ. γραφ. βομβυλίς) Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 10· ἴδε Schneid. τόμ. 3. σ. 372. ΙΙ. ἀγγεῖον στενόλαιμον, τὸ ὁποῖον παράγει ἦχον κατὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ ἐν αὐτῷ ὕδατος, Ἱππ. 494. 55, ἴδε Ἀθήν. 784C, Α. Β. 220. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἐτυμ. Μ. 380).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tout insecte bourdonnant (abeille, bourdon, mouche, etc.).
Étymologie: βόμβος.
Spanish (DGE)
(βομβῠλιός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): βομβύλιος Arist.HA 623b12, 629a29, Poll.10.68; βομβύλιον, -ου, τό Hp.Morb.3.16, Hp. en Gal.19.89, Clem.Al.Paed.2.10.107
I zool.
1 entom. gener. insecto que emite un zumbido esp. abejorro ὥσπερ μέλιττ' ἢ β. Ar.V.107, cf. Isoc.10.12, Arist.ll.cc., Sch.A.R.2.569, Phot.β 206
•moscardón μέλισσα μεγάλη ἢ μυῖα Hsch., como tít. de una comedia de Antífanes, Ath.125f, 161e, pero cf. Βομβυκιός.
2 entom. crisálida del gusano de seda Arist.HA 551b12 (cód., pero cf. βομβυλίς), Clem.Al.l.c.
3 ict., un tipo de cefalópodo Gal.l.c. s.u. βολβιτία.
II recipiente de cuello estrecho que borbotea al verter el líquido, Hp.ll.cc., Antisth.64, IG 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), Sch.A.R.2.569, Luc.Lex.7, Poll.6.98, 10.68, Hsch.β 802, cf. βομβύλη
•recipiente para aceite, aceitera Phot.β 206.
Greek Monolingual
ο (AM βομβυλιός και βομβύλιος)
γένος Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae
αρχ.
1. ο βόμβυξ, η χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα
2. στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβυλιός με τη σημ. «αγριομέλισσα» καθώς και με την αρχ. σημ. 2 σχηματίστηκε με βάση τη λ. βόμβος και επίθημα -υλ, -ενώ με την αρχ. σημ. 1 < βόμβυξ (Ι)].