βαρβαρότροπος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_17)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαρβαρότροπος''': -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.
|lstext='''βαρβαρότροπος''': -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.
}}
{{grml
|mltxt=βαρθαρότροπος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο [[άξεστος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρότροπος: -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.

Greek Monolingual

βαρθαρότροπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο άξεστος.