βουκολίσκος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(big3_9) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ medic. un tipo de [[vendaje]] Gal.18(1).777. | |dgtxt=-ου, ὁ medic. un tipo de [[vendaje]] Gal.18(1).777. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί (<b>[[πρβλ]].</b> [[βουβωνίσκος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A bandage, Gal.18(1).777.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.
Greek Monolingual
βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].