ἁμάμαξυς: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος <i>ou</i> υδος (ἡ) :<br />vigne soutenue par deux échalas.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἅμαξα]].
|btext=υος <i>ou</i> υδος (ἡ) :<br />vigne soutenue par deux échalas.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἅμαξα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμάμαξυς]] (-υος και -υδος), η (Α)<br />[[κληματαριά]] που στηρίζεται σε δύο πασσάλους<br /><b>2.</b> [[χωλός]] που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. <i>άμάμαξυς</i> με [[δασεία]] [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]»].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμάμαξῠς Medium diacritics: ἁμάμαξυς Low diacritics: αμάμαξυς Capitals: ΑΜΑΜΑΞΥΣ
Transliteration A: hamámaxys Transliteration B: hamamaxys Transliteration C: amamaksys Beta Code: a(ma/macus

English (LSJ)

[ᾰμᾰ], ἡ, gen. υος or (in Sapph.) υδος,

   A vine trained on two poles, Epich.24, Sapph.150, Matro Conv.114.

German (Pape)

[Seite 115] υος, u. υδος, ἡ, bei Hesych. auch ἁμάμυξ, die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe, Matro Ath. IV, 137 a; Epich. u. Sapph. im E. M.

French (Bailly abrégé)

υος ou υδος (ἡ) :
vigne soutenue par deux échalas.
Étymologie: ἅμα, ἅμαξα.

Greek Monolingual

ἀμάμαξυς (-υος και -υδος), η (Α)
κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους
2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί»].