δακτυλιουργός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ [[fabricante de anillos]] Pherecr.234, Philyll.14. | |dgtxt=(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ [[fabricante de anillos]] Pherecr.234, Philyll.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακτυλιουργός]], ο (Α) ο [[τεχνίτης]] που κατασκευάζει δαχτυλίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δακτύλιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, der Siegelringe macht, Pherecr. Poll. 7, 179 u. Philyll. ib. 108.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δακτυλίους, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 77.
Spanish (DGE)
(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ fabricante de anillos Pherecr.234, Philyll.14.
Greek Monolingual
δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ουργός < έργον].