δαμαστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ<br />[[domador]], [[subyugador]]de Eros, Epich.283, cf. <i>Gloss</i>.2.266.
|dgtxt=(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ<br />[[domador]], [[subyugador]]de Eros, Epich.283, cf. <i>Gloss</i>.2.266.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[δαμάστρια]], η) (Μ [[δαμαστής]], ο) [[δαμάζω]]<br />αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμαστής Medium diacritics: δαμαστής Low diacritics: δαμαστής Capitals: ΔΑΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: damastḗs Transliteration B: damastēs Transliteration C: damastis Beta Code: damasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A subduer, Gloss., prob. epith. of Ἔρως, [Epich.]301.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθυποτάσσων, Γλωσσ.· δαμαστικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ.

Spanish (DGE)

(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ
domador, subyugadorde Eros, Epich.283, cf. Gloss.2.266.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δαμάστρια, η) (Μ δαμαστής, ο) δαμάζω
αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή κάτι.