δέργμα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(big3_10)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mirada penetrante]] κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.<i>Pers</i>.82, cf. Orph.<i>L</i>.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.<i>Med</i>.187.<br /><b class="num">2</b> plu. [[ojos de mirada penetrante]] δεργμάτων κόραι E.<i>Ph</i>.660, cf. 870, <i>Hec</i>.1265, <i>Hipp</i>.1217.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mirada penetrante]] κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.<i>Pers</i>.82, cf. Orph.<i>L</i>.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.<i>Med</i>.187.<br /><b class="num">2</b> plu. [[ojos de mirada penetrante]] δεργμάτων κόραι E.<i>Ph</i>.660, cf. 870, <i>Hec</i>.1265, <i>Hipp</i>.1217.
}}
{{grml
|mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῡν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέργμα Medium diacritics: δέργμα Low diacritics: δέργμα Capitals: ΔΕΡΓΜΑ
Transliteration A: dérgma Transliteration B: dergma Transliteration C: dergma Beta Code: de/rgma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέρκομαι)

   A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med.187, ect.    II thing seen, sight, Orph.L.339.

German (Pape)

[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mirada penetrante κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.Pers.82, cf. Orph.L.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante δεργμάτων κόραι E.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.

Greek Monolingual

δέργμα (-ατος), το (Α) δέρκομαι
1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῡν λεύσσων δέργμα δράκοντος» — έχοντας το βλέμμα του δράκοντα)
2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα.