διώξιμο: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
εκδίωξη, αποπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα διώξω (του ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].