ἐκμαρτύρομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
(big3_13) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=jur.<br /><b class="num">1</b> [[testificar]], [[probar mediante testimonio]] τὸ δὲ τῆς γυναικὸς ἐκμαρτύρεται μέρος Iust.<i>Nou</i>.91.2, τῷ πατρὶ ταῦτα εἶπε τε καὶ ἐξεμαρτύρατο Iust.<i>Nou</i>.97.1, c. dos ac. εἰ δὲ ἡ μὲν ταῦτα ἐξεμαρτύρατο τὸν πατέρα Iust.<i>Nou</i>.97.1.<br /><b class="num">2</b> [[ratificar ante testigos]] αὐτὸ τοῦτο una notificación, Iust.<i>Nou</i>.22.14. | |dgtxt=jur.<br /><b class="num">1</b> [[testificar]], [[probar mediante testimonio]] τὸ δὲ τῆς γυναικὸς ἐκμαρτύρεται μέρος Iust.<i>Nou</i>.91.2, τῷ πατρὶ ταῦτα εἶπε τε καὶ ἐξεμαρτύρατο Iust.<i>Nou</i>.97.1, c. dos ac. εἰ δὲ ἡ μὲν ταῦτα ἐξεμαρτύρατο τὸν πατέρα Iust.<i>Nou</i>.97.1.<br /><b class="num">2</b> [[ratificar ante testigos]] αὐτὸ τοῦτο una notificación, Iust.<i>Nou</i>.22.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκμαρτύρομαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] με τεκμήρια, [[παρέχω]] αποδείξεις για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καταθέτω]] [[μαρτυρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A prove by evidence, τι Just.Nov.22.14. 2 abs., give testimony, ib.91.2.
Spanish (DGE)
jur.
1 testificar, probar mediante testimonio τὸ δὲ τῆς γυναικὸς ἐκμαρτύρεται μέρος Iust.Nou.91.2, τῷ πατρὶ ταῦτα εἶπε τε καὶ ἐξεμαρτύρατο Iust.Nou.97.1, c. dos ac. εἰ δὲ ἡ μὲν ταῦτα ἐξεμαρτύρατο τὸν πατέρα Iust.Nou.97.1.
2 ratificar ante testigos αὐτὸ τοῦτο una notificación, Iust.Nou.22.14.
Greek Monolingual
ἐκμαρτύρομαι (AM)
1. αποδεικνύω με τεκμήρια, παρέχω αποδείξεις για κάτι
2. καταθέτω μαρτυρία.