εἰκαιολόγος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[charlatán]], [[que dice tonterías]], [[que habla por hablar]] οἱ διατριβικοί Phld.<i>Rh</i>.1.191, ὡς δοκεῖ τοῖς εἰκαιολόγοις Ps.Caes.69.21, de los maniqueos, Ps.Caes.101.15, ἐὰν ... ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι Elias <i>in Cat</i>.108.28. | |dgtxt=-ον<br />[[charlatán]], [[que dice tonterías]], [[que habla por hablar]] οἱ διατριβικοί Phld.<i>Rh</i>.1.191, ὡς δοκεῖ τοῖς εἰκαιολόγοις Ps.Caes.69.21, de los maniqueos, Ps.Caes.101.15, ἐὰν ... ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι Elias <i>in Cat</i>.108.28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰκαιολόγος]], -ον (Α)<br />[[απερίσκεπτος]] στον λόγο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εικαίος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A talking at random, Phld.Rh.1.191 S. (Comp.).
German (Pape)
[Seite 726] unbedachtsam schwatzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιολόγος: -ον, ματαιολόγος, φλύαρος, Φιλόδημ. ἐν Vol. Herc. Oxon. 2. 10.
Spanish (DGE)
-ον
charlatán, que dice tonterías, que habla por hablar οἱ διατριβικοί Phld.Rh.1.191, ὡς δοκεῖ τοῖς εἰκαιολόγοις Ps.Caes.69.21, de los maniqueos, Ps.Caes.101.15, ἐὰν ... ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι Elias in Cat.108.28.
Greek Monolingual
εἰκαιολόγος, -ον (Α)
απερίσκεπτος στον λόγο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εικαίος + -λόγος < λόγος.