διαπιδύω: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[penetrar entre los poros]], [[filtrarse]], [[trasudar]] διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.<i>GA</i> 743<sup>a</sup>9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.<i>in GA</i> 110.7, cf. 111.17, Hsch. | |dgtxt=[[penetrar entre los poros]], [[filtrarse]], [[trasudar]] διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.<i>GA</i> 743<sup>a</sup>9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.<i>in GA</i> 110.7, cf. 111.17, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[διαπιδύω]]) [[πιδύω]]<br />ρέω [[αργά]] [[μέσα]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυλίζω]], [[διηθώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
A ooze through, διὰ τῶν πόρων Arist.GA743a9, cf.Hp.Nat. Puer.21.
German (Pape)
[Seite 595] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῑδύω: [ῡ], διεκρέω ἢ διεξέρχομαι ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.
Spanish (DGE)
penetrar entre los poros, filtrarse, trasudar διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.GA 743a9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.in GA 110.7, cf. 111.17, Hsch.
Greek Monolingual
(Α διαπιδύω) πιδύω
ρέω αργά μέσα από τους πόρους του σώματος
αρχ.
διυλίζω, διηθώ.