ἐμμολύνω: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=crist.<br /><b class="num">1</b> tr. [[corromper con]], [[contaminar con]] τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.61.<br /><b class="num">2</b> [[manchar]], [[mancillar]] en sent. relig. moral, en v. pas. [[ἀκαθαρσία]] δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX <i>Pr</i>.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.<i>Pss</i>.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.
|dgtxt=crist.<br /><b class="num">1</b> tr. [[corromper con]], [[contaminar con]] τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.61.<br /><b class="num">2</b> [[manchar]], [[mancillar]] en sent. relig. moral, en v. pas. [[ἀκαθαρσία]] δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX <i>Pr</i>.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.<i>Pss</i>.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμμολύνω]] (Α)<br />[[μολύνω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] βρομερό.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμολύνω Medium diacritics: ἐμμολύνω Low diacritics: εμμολύνω Capitals: ΕΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: emmolýnō Transliteration B: emmolynō Transliteration C: emmolyno Beta Code: e)mmolu/nw

English (LSJ)

   A pollute in or with, in Pass., LXXPr.24.9(10).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμολύνω: μολύνω, καταμολύνω, τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.

Spanish (DGE)

crist.
1 tr. corromper con, contaminar con τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.5.61.
2 manchar, mancillar en sent. relig. moral, en v. pas. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX Pr.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.Pss.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.

Greek Monolingual

ἐμμολύνω (Α)
μολύνω κάτι με κάτι άλλο βρομερό.