ἔκψηγμα: Difference between revisions
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(6_21) |
(11) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκψηγμα''': τό, ([[ψήχω]]) [[ἀπόξυσμα]], [[σύντριμμα]], [[μόριον]], τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα, «ἐκψήγματα γῆς πάντες οἱ λίθοι οἱ τίμιοι» Σχόλ., Κλήμ. Ἀλ. 241. | |lstext='''ἔκψηγμα''': τό, ([[ψήχω]]) [[ἀπόξυσμα]], [[σύντριμμα]], [[μόριον]], τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα, «ἐκψήγματα γῆς πάντες οἱ λίθοι οἱ τίμιοι» Σχόλ., Κλήμ. Ἀλ. 241. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[raspadura]] τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα ref. a las piedras preciosas, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.118. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκψηγμα]], το (Α)<br />[[απόξυσμα]], [[σύντριμμα]] («τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα» — όλοι οι πολύτιμοι λίθοι). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:28, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 788] τό, das Abgeriebene, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκψηγμα: τό, (ψήχω) ἀπόξυσμα, σύντριμμα, μόριον, τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα, «ἐκψήγματα γῆς πάντες οἱ λίθοι οἱ τίμιοι» Σχόλ., Κλήμ. Ἀλ. 241.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
raspadura τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα ref. a las piedras preciosas, Clem.Al.Paed.2.12.118.
Greek Monolingual
ἔκψηγμα, το (Α)
απόξυσμα, σύντριμμα («τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα» — όλοι οι πολύτιμοι λίθοι).