ἔκψηγμα

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

German (Pape)

[Seite 788] τό, das Abgeriebene, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκψηγμα: τό, (ψήχω) ἀπόξυσμα, σύντριμμα, μόριον, τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα, «ἐκψήγματα γῆς πάντες οἱ λίθοι οἱ τίμιοι» Σχόλ., Κλήμ. Ἀλ. 241.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
raspadura τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα ref. a las piedras preciosas, Clem.Al.Paed.2.12.118.

Greek Monolingual

ἔκψηγμα, το (Α)
απόξυσμα, σύντριμμα («τῆς γῆς τὰ ἐκψήγματα» — όλοι οι πολύτιμοι λίθοι).