ἐμφυτευτικός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(big3_14) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />jur. [[enfitéutico]], [[ius]] ἐ. Vlp.<i>Dig</i>.27.9.3.4, δίκαιον Iust.<i>Nou</i>.120.1, <i>PMasp</i>.299.5 (VI d.C.), cf. <i>TAM</i> 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.7.3, συμβόλαιον Iust.<i>Nou</i>.120.11, ὁμολογία <i>PMasp</i>.299.60, <i>PMichael</i>.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον <i>PKlein.Form</i>.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.<i>Nou</i>.7.3.2, 120.8. | |dgtxt=-ή, -όν<br />jur. [[enfitéutico]], [[ius]] ἐ. Vlp.<i>Dig</i>.27.9.3.4, δίκαιον Iust.<i>Nou</i>.120.1, <i>PMasp</i>.299.5 (VI d.C.), cf. <i>TAM</i> 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.7.3, συμβόλαιον Iust.<i>Nou</i>.120.11, ὁμολογία <i>PMasp</i>.299.60, <i>PMichael</i>.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον <i>PKlein.Form</i>.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.<i>Nou</i>.7.3.2, 120.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφυτευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εμφύτευση]] («εμφυτευτικό [[δίκαιο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για το [[έργο]] της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική [[μηχανή]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A concerning ἐμφύτευσις or ἐμφυτεύματα, κανών, συγγραφή, ib.7.3.2; δίκαιον PMasp.298.39 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 821] ή, όν, Erbpacht betreffend, Novell.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
jur. enfitéutico, ius ἐ. Vlp.Dig.27.9.3.4, δίκαιον Iust.Nou.120.1, PMasp.299.5 (VI d.C.), cf. TAM 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.Nou.7.3, συμβόλαιον Iust.Nou.120.11, ὁμολογία PMasp.299.60, PMichael.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον PKlein.Form.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.Nou.7.3.2, 120.8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμφυτευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο»)
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή»).