ἐναρίμβροτος: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[matador de hombres]] Μέμνων Pi.<i>P</i>.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.<i>I</i>.8.53, αἰχμή Eust.243.43. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[matador de hombres]] Μέμνων Pi.<i>P</i>.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.<i>I</i>.8.53, αἰχμή Eust.243.43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐναρίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολέμους ή μάχες) αυτός [[κατά]] τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.
German (Pape)
[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.
English (Slater)
ἐνᾰρίμβροτος, -ον
1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.
Greek Monolingual
ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).