δίρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δίρρῡμος) -ον<br />[[con dos lanzas]] δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas</i> op. τρίρρυμος A.<i>Pers</i>.47.
|dgtxt=(δίρρῡμος) -ον<br />[[con dos lanzas]] δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas</i> op. τρίρρυμος A.<i>Pers</i>.47.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίρρυμος]], -ον (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. [[τρία]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρυμός]] «<i>ο</i> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίρρῡμος Medium diacritics: δίρρυμος Low diacritics: δίρρυμος Capitals: ΔΙΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: dírrymos Transliteration B: dirrymos Transliteration C: dirrymos Beta Code: di/rrumos

English (LSJ)

ον,

   A with two poles, i. e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.

Spanish (DGE)

(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.

Greek Monolingual

δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].