ἐνιαυτοφανής: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />astron. [[que se hace visible anualmente]] φάσεις Ptol.<i>Phas</i>.9.18, 26. | |dgtxt=-ές<br />astron. [[que se hace visible anualmente]] φάσεις Ptol.<i>Phas</i>.9.18, 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνιαυτοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται [[κάθε]] χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ενιαυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i>, αόρ. του [[φαίνομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A yearly seen, Ptol.Phas.p.9 H.
German (Pape)
[Seite 844] ές, jährlich erscheinend, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυτοφᾰνής: -ές, ὁ κατ’ ἔτος φαινόμενος, Πτολεμ. παρὰ Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 4, σ. 427.
Spanish (DGE)
-ές
astron. que se hace visible anualmente φάσεις Ptol.Phas.9.18, 26.
Greek Monolingual
ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].