ψήφινος: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψήφῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, [[λίθος]] Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον. | |lstext='''ψήφῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, [[λίθος]] Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br />[[ψηφιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γή</i>-<i>ινος</i>)). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, perh.
A made of marble, λίθινος ἢ ψ. μυροθήκη as expl. of ἀλάβαστρον, AB374: ἀλάβαστρον· μυροθήκη λίθος ψήφινος, Hsch. (λίθινος ἢ ψ. Cyr.): ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου from a marble (statue of) Harpocrates, PMag.Par.1.1074.
German (Pape)
[Seite 1397] von Steinchen gemacht, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψήφῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, λίθος Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
ψηφιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γή-ινος)).