ὠχροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(6_7)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχροειδής''': -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, [[ὠχρός]], [[κίτρινος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[ἴκτερος]].
|lstext='''ὠχροειδής''': -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, [[ὠχρός]], [[κίτρινος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[ἴκτερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὠχροειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[ωχροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχροειδής Medium diacritics: ὠχροειδής Low diacritics: ωχροειδής Capitals: ΩΧΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōchroeidḗs Transliteration B: ōchroeidēs Transliteration C: ochroeidis Beta Code: w)xroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.

Greek Monolingual

-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].