ἐνοιδέω: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[hincharse]] οἱ μαστοί Antyll. en Orib.7.16.6, ὑφ' ὧν (τῶν πνευμάτων) ἐμβαλόντων ἐνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσαν Gal.19.299.<br /><b class="num">2</b> tr. [[hinchar]], [[hacer hincharse]] τὰ περὶ τὸν τόπον εὐθύτρητα ὄντα Orus <i>Orth</i>.7, fig. τὰ δ' ἐρωτικὰ δήγματα ... ἐνοιδεῖ τὰ ἐντὸς σπαράγματα Plu.<i>Fr</i>.137. | |dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[hincharse]] οἱ μαστοί Antyll. en Orib.7.16.6, ὑφ' ὧν (τῶν πνευμάτων) ἐμβαλόντων ἐνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσαν Gal.19.299.<br /><b class="num">2</b> tr. [[hinchar]], [[hacer hincharse]] τὰ περὶ τὸν τόπον εὐθύτρητα ὄντα Orus <i>Orth</i>.7, fig. τὰ δ' ἐρωτικὰ δήγματα ... ἐνοιδεῖ τὰ ἐντὸς σπαράγματα Plu.<i>Fr</i>.137. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνοιδέω]] (Α) [[[οιδώ]](-<i>έω</i>)]<br />πρήζομαι, εξογκώνομαι, διογκώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A swell up in, Hp.Hum.8 vulg., Antyll. ap. Orib.7.16.6: metaph. of the wounds of love, Plu.Fr.25.4.
German (Pape)
[Seite 849] anschwellen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοιδέω: πρήσκομαι, σπλὴν ἐνοιδέων Ἱππ. 49, 19.
Spanish (DGE)
1 intr. hincharse οἱ μαστοί Antyll. en Orib.7.16.6, ὑφ' ὧν (τῶν πνευμάτων) ἐμβαλόντων ἐνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσαν Gal.19.299.
2 tr. hinchar, hacer hincharse τὰ περὶ τὸν τόπον εὐθύτρητα ὄντα Orus Orth.7, fig. τὰ δ' ἐρωτικὰ δήγματα ... ἐνοιδεῖ τὰ ἐντὸς σπαράγματα Plu.Fr.137.
Greek Monolingual
ἐνοιδέω (Α) [[[οιδώ]](-έω)]
πρήζομαι, εξογκώνομαι, διογκώνομαι.