ἐνοιδέω
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
swell up in, Hp.Hum.8 vulg., Antyll. ap. Orib.7.16.6: metaph. of the wounds of love, Plu.Fr.25.4.
Spanish (DGE)
1 intr. hincharse οἱ μαστοί Antyll. en Orib.7.16.6, ὑφ' ὧν (τῶν πνευμάτων) ἐμβαλόντων ἐνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσαν Gal.19.299.
2 tr. hinchar, hacer hincharse τὰ περὶ τὸν τόπον εὐθύτρητα ὄντα Orus Orth.7, fig. τὰ δ' ἐρωτικὰ δήγματα ... ἐνοιδεῖ τὰ ἐντὸς σπαράγματα Plu.Fr.137.
German (Pape)
[Seite 849] anschwellen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοιδέω: πρήσκομαι, σπλὴν ἐνοιδέων Ἱππ. 49, 19.
Greek Monolingual
ἐνοιδέω (Α) [[[οιδώ]](-έω)]
πρήζομαι, εξογκώνομαι, διογκώνομαι.