ὠφελητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠφελητικός''': -ή, -όν, [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]], Φίλων 1. 120. | |lstext='''ὠφελητικός''': -ή, -όν, [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]], Φίλων 1. 120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[ωφέλιμος]], [[βοηθητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠφελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοηθ</i>-<i>ητικός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A helpful, useful, Ph.1.14, Fr.55 H., Arr. Epict.2.10.23, Aristid.Quint.2.9, Dam.Isid.296.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελητικός: -ή, -όν, βοηθητικός, χρήσιμος, Φίλων 1. 120.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ωφέλιμος, βοηθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθ-ητικός)].